- κτίστωρ
- κτίστωρmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κτίστωρ — κτίστωρ, ορος, ὁ (Α) [κτίζω] κτίστης, δημιουργός, ιδρυτής, θεμελιωτής … Dictionary of Greek
κτίστορ — κτίστωρ masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίστορα — κτίστωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίστορας — κτίστωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίστορες — κτίστωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίστορος — κτίστωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίστορ' — κτίστορα , κτίστωρ masc acc sg κτίστορι , κτίστωρ masc dat sg κτίστορε , κτίστωρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμοκτίστωρ — κοσμοκτίστωρ, ορος, ὁ (Μ) ο δημιουργός τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + κτίστωρ «κτίστης» < κτίζω] … Dictionary of Greek
κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
παντοκτίστωρ — ορος, ὁ, Μ παντοκτίστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + κτίστωρ] … Dictionary of Greek